- ἀπροσφώνητος
- ἀπροσ-φώνητος, ον,A not accosted, Cic.Att. 8.8.1.2 unnoticed, unremarked, Plu.2.575b, Sch.A.R.1.645.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απροσφώνητος — ἀπροσφώνητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει 2. απαρατήρητος … Dictionary of Greek
ἀπροσφώνητος — not accosted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσφώνητον — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc sg ἀπροσφώνητος not accosted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσφωνήτους — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)